- σοροκάδα
- ηδυνατός σορόκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοροκάδα — η, Ν κοινή ονομασία που δίνεται από τους ναυτικούς στους ανέμους οι οποίοι πνέουν από τα νοτιοδυτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορόκος + κατάλ. άδα (πρβλ. φεγγαρ άδα)] … Dictionary of Greek